- πραξικοπηματικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πραξικόπημα2. αυτός που γίνεται με πραξικόπημα («πραξικοπηματική αλλαγή»).επίρρ...πραξικοπηματικώς και πραξικοπηματικάμε τρόπο πραξικοπηματικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πραξικόπημα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ το επίρρ. πραξικοπηματικῶς από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.