πραξικοπηματικός

πραξικοπηματικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πραξικόπημα
2. αυτός που γίνεται με πραξικόπημα («πραξικοπηματική αλλαγή»).
επίρρ...
πραξικοπηματικώς και πραξικοπηματικά
με τρόπο πραξικοπηματικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραξικόπημα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ το επίρρ. πραξικοπηματικῶς από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πραξικοπηματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται σε πραξικόπημα ή γίνεται με πραξικόπημα: Πραξικοπηματική ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αποστόλης — I Επώνυμο οικογένειας λογίων των υστεροβυζαντινών χρόνων. 1. Αρσένιος (Χάνδακας, Κρήτη 1468 – Βενετία 1535). Ήταν γιος του επίσης διαπρεπούς λογίου Μιχαήλ A. (βλ. 2.), του οποίου κληρονόμησε όχι μόνο το φιλολογικό ταλέντο, αλλά και τον βίαιο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”